- ἐπίτροπος
- ἐπίτροποςone to whom the charge of anything is entrustedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
επίτροπος — ο 1. αυτός στον οποίο ανατέθηκε η εκτέλεση ορισμένης εντολής (διοικητικής, διαχειριστικής, γνωμοδοτικής κτλ.), επόπτης, φροντιστής: Επίτροπος περιουσίας. 2. φρ., «επίτροποι ναού», πρόσωπα που έργο έχουν τη συντήρηση του ναού και τη διαχείριση των … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτρόπως — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted adverbial ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτροπον — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem acc sg ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпитроп — (έπίτροπος). Под этим именем в греко византийском праве известны управители имуществом различных церковных учреждений, главным образом, церквей и монастырей, устроенных ктиторами (см.) и управляемых согласно типику (см.). Главной обязанностью Э.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἐπιτρόποις — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρόποισιν — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρόπου — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρόπους — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρόπων — ἐπίτροπος one to whom the charge of anything is entrusted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)